- παντοκρατορικός
- παντο-κρατορικός, ή, όν, die Allmacht betreffend, allmächtig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
παντοκρατορικός — ή, ό / παντοκρατορικός, ή, όν, ΝΜΑ [παντοκράτωρ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παντοκράτορα ή στην παντοκρατορία … Dictionary of Greek
ԱՄԵՆԱԿԱԼԱԿԱՆ — (ի, աւ.) NBH 1 0061 Chronological Sequence: 8c ա. παντοκρατορικός, παγκρατορικός cuncta continens, omnipotens Որ ինչ անկ է ամենակալին՝ զամենայն ընդ ձեռամբ ունողի, կամ ամենակարօղ զօրութեան. *Բարին է, յորմէ ամենայն ինչ գոյացաւ, եւ է որպէս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)